δίκασαν

δίκασαν
δικάζω
Bis Acc.
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… …   Dictionary of Greek

  • γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη …   Dictionary of Greek

  • τιμόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής και μουσικός από τη Μίλητο (447 357 π.Χ.). Λέγεται πως εισήγαγε τεχνικούς νεωτερισμούς στη μουσική, αυξάνοντας τον αριθμό των χορδών στη λύρα. Απόσπασμα μιας μονωδίας του Τ. με τον τίτλο Πέρσαι βρέθηκε το… …   Dictionary of Greek

  • Άιχμαν, Άντολφ — (Αdolf Eichmann, Λιντς, Αυστρία 1906 – 1962). Γερμανός πολιτικός. Έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Αυστρίας και το 1938 του ανατέθηκε η διεύθυνση των εβραϊκών υποθέσεων. Στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν αξιωματικός των Ες Ες. Από τη… …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”